- κριτικός
- -ή, -ό (AM κριτικός, -ή, -όν)1. αυτός που έχει την ικανότητα να κρίνει, να διακρίνει και να αξιολογεί (α. «με κριτικό πνεύμα πρέπει να διαβάζει κανείς τα βιβλία» β. «δύναμις σύμφυτος κριτική», Αριστοτ.)2. αυτός που έχει σχέση με την κρίση ή τον κριτή («αναμένεται η απόφαση τής κριτικής επιτροπής για το καλύτερο βιβλίο τής χρονιάς»)3. κρίσιμος (α. «η κριτική περίοδος τής γυναίκας» β. «ἀκριβεῑς καὶ τεταγμένας τινὰς ἐκ περιόδου κριτικὰς ἐμβάλλοντες», Πλούτ.)4. το θηλ. ως ουσ. η κριτικήτο έργο τού κριτή, η εκτίμηση και αξιολόγηση ενός λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου, θεατρικής παράστασης κ.λπ.νεοελλ.1. το αρσ. ως ουσ. ο κριτικόςειδικός στην παρουσίαση και αξιολόγηση βιβλίου, έργου τέχνης, θεωρίας κ.λπ. («αυτός ο κριτικός θεάτρου έχει πάντα αμερόληπτες θέσεις»)2. το θηλ. ως ουσ. η κριτικήα) εμπεριστατωμένη μελέτη και αιτιολογημένη κρίση τών λογοτεχνικών, καλλιτεχνικών, επιστημονικών και, γενικότερα, τών πνευματικών έργων («έγραψε μια κριτική για τη μαρξιστική θεωρία»)β) κλάδος τής λογοτεχνίας - φιλολογίας ή τής σπουδής τής τέχνης που ασχολείται με την παρουσίαση και αξιολόγηση ενός λογοτεχνικού ή καλλιτεχνικού έργου ή τού συνολικού έργου ενός συγγραφέα ή μιας περιόδου και η οποία αποσκοπεί, ταυτόχρονα στην αισθητική καλλιέργεια τού κοινού (α. «κριτική τού θεάτρου» β. «κριτική τού κινηματογράφου» γ. «κριτική τής μουσικής»)γ) δυσμενής ή αποδοκιμαστική κρίση, επίκριση, κατάκριση («τα εργατικά σωματεία ασκούν δριμύτατη κριτική λόγω τών πρόσφατων μέτρων λιτότητας»)δ) φρ. i) «γενική κριτική» — κατά τους οπαδούς τής καντιανής φιλοσοφίας, η φιλοσοφική μέθοδος που προήλθε από το σύστημα τού Καντ και η οποία έχει ως αντικείμενο τον καθορισμό τών ορίων τής γνώσης και τη σύνθεση τών στοιχείων που απομένουν μετά τη διεργασία αυτήii) «μαρξιστική κριτική» — η ανάλυση ιστορικών και κοινωνικών φαινομένων με βάση τον ιστορικό υλισμόiii) «κριτική σχολή» ή «σχολή τής Φρανκφούρτης» — νεομαρξιστική κοινωνιολογική και φιλοσοφική σχολή τής οποίας κυριότεροι εκπρόσωποι είναι ο Μαξ Χόρκχαϊμερ, Τέοντορ Αντόρνο, Βάλτερ Μπένγιαμιν, Έριχ Φρομ, Χέμπερτ Μαρκούζε και Γύργκεν Χάμπερμας3. φρ. α. «κριτική νωθρεία» — η εύκολη και άκριτη αποδοχή απόψεωνβ) «κριτικό υπόμνημα» — το σύνολο τών σημειώσεων στο κάτω μέρος τής σελίδας έκδοσης κλασικού, συνήθως, κειμένου, όπου περιέχονται οι διάφορες γραφές τών κωδίκων και τών παπύρων, οι προτάσεις και διορθώσεις μελετητών και εκδοτών τών κειμένων, με σύμβολα διεθνώς καθιερωμένα.επίρρ...κριτικώς και -ά (AM κριτικῶς)με κριτικό τρόποαρχ.με κρίσιμο τρόπο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κριτός. Η. λ. ως ουσ. (ο/η) κριτικός (τέχνης) είναι αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. critic < μσν. γαλλ. critique < λατ. criticus < κριτικός. Η λ. ως αφηρ. ουσ. κριτική είναι επίσης αντιδάνεια, πρβλ. αγγλ. criticism και critic < μσν. γαλλ. critique < λατ. criticus < κριτική, θηλ. τού κριτικός].
Dictionary of Greek. 2013.